κυνική

κυνική
κυνικός
dog-like
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυνικῇ — κυνικός dog like fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • σωκρατικοί ελάσσονες — Έτσι χαρακτηρίζονται όλοι εκείνοι που, κατά κάποιο τρόπο, ισχυρίστηκαν ότι στηρίζονται στη σωκρατική διδασκαλία, αλλά που υστερούν κατά πολύ από το μέγιστο όλων των σωκρατικών: τον Πλάτωνα. Εκτός από μερικές προσωπικότητες, όπως ο Ξενοφών και ο… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • κράντωρ — (3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος από τους Σόλους της Κύπρου. Μαθητής του Ξενοκράτη στην Ακαδημία, είναι ο πρώτος γνωστός υπομνηματιστής του Τιμαίου του Πλάτωνα. Από τα έργα του, αξιόλογη ήταν μια μικρή πραγματεία Περί πένθους –τη θαύμασε ο στωικός… …   Dictionary of Greek

  • κυνοβλώψ — κυνοβλώψ, ῶπος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα βλώψ, υπο βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε ωψ… …   Dictionary of Greek

  • κύνεος — κύνεος, έα, ον (Α) [κύων] 1. κύνειος*, κυνικός, σκυλήσιος 2. μτφ. αναιδής, αναίσχυντος («ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίπλοκον ἦθος», Ησίοδ.) 3. κυνικός, οπαδός ή αυτός που ανήκει στην κυνική φιλοσοφία («κύνεοι σοφισταί», Δίων Κάσα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”